- λωποδυσίου
- λωπο-δῠσίου δίκη, prosecution for λωποδυσία, Hermog.Id.2.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λωποδύσιον — λωποδύσιον, τὸ (Α) [λωποδύτης] φρ. «λωποδυσίου δίκη» δίωξη για κλοπή, για ληστεία … Dictionary of Greek